- ηώκαινος
- -η, -οαυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο Hώκαινο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηώκαινος — η, ο γεωλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην ηώκαινη υποπερίοδο («ηώκαινη διάπλαση στρωμάτων) 2. γεωλ. το ουδ. ως ουσ. το ηώκαινο μεγάλη παγκόσμια υποδιαίρεση τής τριτογενούς περιόδου τής γης και τών πετρωμάτων της, αλλ. ηώκαινη υποπερίοδος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ηώς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Προσωποποίηση της αυγής, θυγατέρα του Υπερίωνα και της Θείας και αδελφή του Ήλιου και της Σελήνης. Κατοικούσε στον Ωκεανό, στις μυστηριώδεις περιοχές της Ανατολής. Σύζυγός της ήταν o Αστραίας και από την ένωσή τους… … Dictionary of Greek
κορυφόδους — (Coryphodus). Γένος οπληφόρων θηλαστικών που έχουν εκλείψει. Περιλάμβανε ζώα τα οποία εξωτερικά έμοιαζαν περισσότερο με αρκούδες παρά με γνήσια οπληφόρα. Απολιθωμένα λείψανα των κ. έχουν βρεθεί σε στρώματα του κατώτερου ηωκαίνου της τριτογενούς… … Dictionary of Greek
αμπουλίνα — (ampullina).Γαστερόποδα μαλάκια που έχουν εκλείψει. Ανήκαν στην οικογένεια των νατικιδών. Είχαν όστρακα σφαιρικά, ημισφαιρικά ή ελλειψοειδή και κάλυμμα ασβεστολιθικό ή χιτινώδες. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν στη Γαλλία (ηώκαινος περίοδος… … Dictionary of Greek
λούδια βαθμίδα — Πρόκειται για την ανώτερη από τις πέντε βαθμίδες, στις οποίες υποδιαιρείται η ηώκαινος εποχή της τριτογενούς περιόδου του καινοζωικού αιώνα. Περιλαμβάνεται ανάμεσα στις βαθμίδες μπαρτονίου και σανουασίου … Dictionary of Greek
λουτήσια βαθμίδα — Μία από τις βαθμίδες στις οποίες υποδιαιρείται η ηώκαινος εποχή της τριτογενούς περιόδου του καινοζωικού αιώνα. Στρώματα της βαθμίδας έχουν βρεθεί στην Ελλάδα, στη Γαλλία, στην Αγγλία, στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στην Ουγγαρία και στην Ιταλία. Στην … Dictionary of Greek